докторский - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

докторский - translation to Αγγλικά


докторский      
adj.
doctoral
doctoral         
  • The ancient ceremony of bestowing [[Complutense]]'s Doctoral ''[[biretta]]''.
  • Cover of the [[thesis]] presented by [[Claude Bernard]] to obtain his [[Doctor of Medicine]] degree (1843)
  • Man and woman wearing Durham and Glasgow PhD gowns, respectively.
  • Ph.D. Gown, University of Cambridge
  • American academic doctors gather before the commencement exercises at [[Brigham Young University]] (April 2008). The American code for academic dress identifies academic doctors with three bands of velvet on the sleeve of the doctoral gown.
  • alt=Faded red letters on a stone wall.
  • Doctor of Philosophy (Ph.D.)]] degree in the United States.
ACADEMIC OR PROFESSIONAL DEGREE
Doctoral degree; Doctorate degree; Postdoctorate; Higher doctorate; Doctorates; Doctoral; Promotion (academic); Research doctorate; Doctoral Program; D.S.Litt; Doctorat; Professional doctorate; Higher Doctorates; Higher doctorates; Higher Doctorate; Doctorado; Philosophy of Doctorate; Doctoral degrees; Dr. rer. pol; Dr. rer. pol.; Doctorate degrees; Doctorate Degree; Professional Doctorate; Post-doctoral degree; Doctoral student; Inaugural dissertation; Doctorat de spécialité; Doctorat de troisième cycle; Doctorat d'université; Promotion (Germany); Doctoral students; Doctoral program; Doctor's degree; Doctor rerum politicarum; Dr. oec.; Inauguraldissertation

['dɔkt(ə)rəl]

медицина

докторский

прилагательное

общая лексика

докторский

doctoral /doctorate/ thesis      
докторская диссертация

Ορισμός

докторский
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: доктор, связанный с ним.
2) Свойственный доктору, характерный для него.
3) Принадлежащий доктору.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για докторский
1. Философ, историк, защитил докторский диплом по Столыпину.
2. Две основные ступени дополняет докторский уровень.
3. Докторский "диссер" "под ключ" обойдется не дороже 20 тысяч долларов.
4. Надето, как докторский халат: задом наперед, пуговицы на спине.
5. В университете успешно функционируют докторантура, адъюнктура, докторский диссертационный совет.
Μετάφραση του &#39докторский&#39 σε Αγγλικά